- ὄφλῃ
- ὀφλισκάνωbecome a debtoraor subj mp 2nd sgὀφλισκάνωbecome a debtoraor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄφληι — ὄφλῃ , ὀφλισκάνω become a debtor aor subj mp 2nd sg ὄφλῃ , ὀφλισκάνω become a debtor aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… … Dictionary of Greek